- Προσωπίτιδα
- Προσώπιτιςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωπίτης — ὁ, Α μετρική μονάδα που ονομάστηκε έτσι από την Προσωπίτιδα περιοχή τής Αιγύπτου … Dictionary of Greek